- ὀβελιαῖος
- ὀβελ-ιαῖος, α, ον,A sagittal, of a suture of the skull,
ῥαφή Gal.14.720
; of an incision, straight,διαίρεσις Paul.Aeg.6.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥαφή Gal.14.720
; of an incision, straight,διαίρεσις Paul.Aeg.6.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… … Dictionary of Greek
ὀβελιαία — ὀβελιαίᾱ , ὀβελιαῖος sagittal fem nom/voc/acc dual ὀβελιαίᾱ , ὀβελιαῖος sagittal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
ὀβελιαίαν — ὀβελιαίᾱν , ὀβελιαῖος sagittal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)